�������
Η Ανάληψη των ΥδάτωνΦωνÎÏ‚ γονατισμÎνες σου δήλωναν για τα ενÏ�πνια μετάνοια κι ο ΙοÏ�δάνης άνοιγε Ï�Îμα κι ÎÏ„Ï�εχε και σκόÏ�πιζε το κακό με τον απήγανο Το απόβÏ�αδο κοιτάζαμε μαζί της μάνας μου τα Ï�οζιασμÎνα χÎÏ�ια κι αφουγκÏ�αζόμαστε τον μαντιλοδεμÎνο στεναγμό που αÏ�μÎνιζε σε σκοτεινά πηγάδια με λόγια ακουβÎντιαστα. Θεοβάδιστο Îμοιαζε το σοκάκι και το χαγιάτι καθÎδÏ�α Ï€Ï�οσευχής ανÎβαινε ψηλά, πολÏ� ψηλά. ΜοÏ�φή και μεταμόÏ�φωση εξεπλήττοντο Ï�άπισμα της ανημποÏ�ιάς τα όνομά μου και οι Ï�ίζες μου χάλκινες. Ήσουνα η ζεστασιά του Ï�οÏ�χου μου ότι του σώματος τιμιότεÏ�ο το Îνδυμα και του λογισμοÏ� αξιÏ�μνιστος η Ï€Ï�άξη. ΠεÏ�ιοÏ�σια η νιότη μου αβγάτιζε με θÏ�άκα και νεÏ�ÏŒ ετοιμάζοντας της σωτηÏ�ίας Ï€ÎÏ�ασμα για την αμαÏ�τία τη δίστομη, ότι καταδικό μας το εξώτεÏ�ο σκότος και μαζί μας η χάÏ�η του άκλαυτου γάμου. ……………………… Θα ‘θελα και τοÏ�το να πω: Δεν Îχω σε μεγάλη υπόληψη του θεοÏ�Ï‚. Τους ολιγόβιους ανθοÏ�Ï‚ αγαπώ πεÏ�ισσότεÏ�ο και ιδιαίτεÏ�α εκείνους που κλαίνε.
«Η Ανάληψη των Υδάτων» ποίηση ΑΘΗ�Α 1984
|