Νικήτας Φλέσσας, «Τα Όρια του Πολύτιμου»

του Μάνου Στεφανίδη

Λίγο λίγο τα πράγματα αδειάζουν από το μεδούλι… από τη μέσα ουσία μένει μονάχα ένα στέρεο λευκό...
Γιάννης Ρίτσος
Μαρτυρίες

Μ’ αρέσουν οι ζωγράφοι που έχουν εμμονές. Που επιστρέφουν ξανά και ξανά στο ίδιο θέμα, όχι τόσο για να το τελειοποιήσουν -αυτό θα ήταν αφέλεια- αλλά για να τελειοποιήσουν, όσο γίνεται, τον εαυτό τους· αυτό σημαίνει αγιοσύνη. Αφού η τέχνη αποτελεί μια μορφή αγιότητας (που όμως δεν φοβάται να αμαρτήσει). Κι αφού η αμαρτία, υπό όρους, δηλαδή όταν εμφορείται από αναπαλλοτρίωτο πάθος, είναι κι αυτή, μορφή αγιότητας. Άρα, με τη σειρά της, διεκδικεί το πρόσωπο (και το προσωπείο) της τέχνης.

Αυτές τις σκέψεις μου προκάλεσε η τελευταία ενότητα έργων του Νικήτα Φλέσσα επειδή πρωτίστως επαναδιαπραγματεύεται παλιότερα θέματα με ανανεωμένη πίστη και ξαναδοκιμασμένη υπομονή. Επιχειρώντας να καταστήσει ζωντανό, όχι το πραγματικό, αλλά το ονειρικό. Δηλαδή, το αόρατο. Σαν τους βυζαντινούς μαΐστορες ή τους παλαιούς αγιογράφους. Που ζούσαν και δούλευαν στην προ ευκολίας εποχή. Και που φιλοδοξούσαν μέσα από τη μικρογραφική χειρονομία της αυγοτέμπερας να κατακτήσουν το υψηλό και να φορτίσουν τις μορφές τους με επική διάσταση. Ό,τι πράττει σήμερα και παρουσιάζει με σεμνή υπερηφάνεια ο Νικήτας Φλέσσας. Σαν ένα αντίδοτο στην κυρίαρχη χαμέρπεια της εποχής, στη αισθητική της ισοπέδωσης. Εφόσον κι η εποχή μας μοιάζει με τις ντομάτες που τρώμε. Έχουν μεν χρώμα αλλά είναι άνοστες. Όσο για τα πάθη της, αυτά μπορείς να τα αγοράσεις, όπως συνήθιζε να σαρκάζει ο Τσαρούχης, απ’ το περίπτερο, όπως λ.χ. τσιγάρα.

Ο Πασκάλ έγραφε πως ατενίζοντας το σύμπαν έψαχνε το σχέδιο του θεού. Αντίθετα, εμείς αντιμετωπίζουμε αυτό το σχέδιο σα μουτζούρα. Εμείς, οι εραστές των μαζικών, των βιομηχανοποιημένων και ομοειδών αντικειμένων. Που τα καταναλώνεις και τα πετάς, μιας και αντικαθίστανται τόσο εύκολα. Έτσι όμως, απόλλυται η μονοείδεια των πραγμάτων. Δηλαδή, η ψυχή τους. Σε τρόπον ώστε σήμερα δεν θα μπορούσε ο Vermeer να ζωγραφίσει μια «νεκρή φύση». Επειδή θα αδυνατούσε να βρει αληθινά αντικείμενα και όχι ομοιώματα πραγμάτων, ώστε να οργανώσει τη σύνθεσή του. Αφήστε που θα δυσκολευόταν και σε ανθρώπινα μοντέλα. Επειδή κι οι άνθρωποι όλο και λιγότερο σε κοιτούν στα μάτια. Ειδικά, αν δεν διεκδικούν κάτι από σένα. Και πάλι, τα βλέμματα γίνονται όλο και πιο ανέκφραστα, σαν τις προειρημένες ντομάτες. Χωρίς το βλέμμα, όμως, δεν υπάρχει επικοινωνία· όπως και δεν υπάρχει ζωγραφική. Κι αν σήμερα αντιμετωπίζουμε κρίση της ζωγραφικής είναι, μάλλον, επειδή υφίσταται κρίση στα όρια της απουσίας βλέμματος.

Ο Νικήτας Φλέσσας είναι ένας ζωγράφος που υπερασπίζεται το δικαίωμα του βλέμματος και την τιμή της εικόνας των προσώπων και των πραγμάτων. Στη ζωγραφική του έμψυχα και άψυχα πορεύονται σ’ έναν αυστηρό και διάφανο δρόμο, αναζητώντας τον ουσιαστικό χρόνο που θα τους επιτρέψει να υπάρξουν για πάντα. Στην τέχνη, γενικά, όπως και στην παρούσα ζωγραφική, ειδικότερα, τα θνητά πράγματα διεκδικούν με τρόπο ρωμαλέο -ή μελαγχολικό, που θα πει το ίδιο- την αθανασία τους. Έτσι, επιστρέφοντας πίσω και ξαναδοκιμάζοντας ο δημιουργός την αντοχή της παλιότερης εικονογραφίας του, μοιάζει με το βιρτουόζο βιολιστή που ξαναπαίζει το αγαπημένο κομμάτι των νεανικών του χρόνων. Όμως, πόσο πιο διαφορετικά τώρα! Βέβαια, στην πραγματικότητα ο ζωγράφος δουλεύει πάντα τον ίδιο πίνακα, όπως κι ο συγγραφέας το ίδιο βιβλίο, ασχέτως τίτλων ή εκδόσεων. Κατ’ ουσίαν, ένα κείμενο, μια εικόνα θα είναι το διαβατήριό μας για την αθανασία. Ή δεν θα είναι.

Φέτος συμπληρώνονται 40 χρόνια από την πρώτη ατομική έκθεση του Φλέσσα το 1969 στην «Αίθουσα Τέχνης Ηρακλείου». Τότε γνωρίζει τον Θωμά Φανουράκη και τον Γιώργο Μανουσάκη, που έγινε κι ο μέντοράς του τα επόμενα χρόνια. Έκτοτε, ακολούθησαν πολλές εμφανίσεις στην Astor (1973), στην Ώρα (1975, 1991), στον Κρεωνίδη (1976, 1978), στην Αργώ (1984, 1987), στο Αγκάθι (1985), ενώ από το 1993 συνεργάζεται με την γκαλερί Σκουφά. Επίσης, παρουσίασε ατομικά τη δουλειά του τρεις φορές και στη Θεσσαλονίκη, στον ιστορικό Κοχλία το 1979, στην Πανσέληνο το 1985 και στην Εκφραση το 1994. Με αφορμή την έκθεση στην Πανσέληνο, η Άννα Χατζηγιαννάκη στο Zygos Annual Edition 1985, σημείωνε: «Ένα ον δισυπόστατο (ύλη – πνεύμα) με κρίνα στα χέρια ανυπομονεί στωικά… και παραμένει μονάζοντας στο πέτσινο σακάκι του…». Ήταν εκείνη πάνω κάτω η περίοδος κατά την οποία γνωρίστηκα με τον Φλέσσα, στις μυθικές βεγγέρες της Δευτέρας, που οργάνωνε ο συλλέκτης και φίλος των καλλιτεχνών, αείμνηστος Κώστας Χατζάρας, στο φιλόξενο σπίτι του στο Παγκράτι. Εκεί συνάντησα, εκτός των άλλων, τον Μποστ, τη Ρέα Λεονταρίτου, τη Νίκη Καραγάτση, την Εύα Μπουλγουρά, ξαδέλφη του Μέντη, τη Λίντα Βακιρτζή, τη Μαρία Πωπ, τον Πέτρο Ζουμπουλάκη, τον Κυριάκο Μορταράκο, τον Γιάννη Αντωνόπουλο, την Εύα Μελά, τον Φάνη Κουζούνη, τη Ντιάνα Αντωνακάτου, τον Γιάννη Μιγάδη.

Το 1976/77, λίγο μετά τη δικτατορία, θυμάμαι μιαν ομαδική έκθεση στην Πλάκα (Κρεωνίδη), στην οποία συμμετείχαν, μεταξύ των άλλων, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Γιώργος Βαρκιτζής, η Νίκη Καραγάτση, ο Γιώργος Μανουσάκης, ο Ράλλης Κοψίδης, ο Αντρέας Φωκάς, ο Φίλιππος Τάρλοου, η Μαρία Πωπ, η Εύα Μπουλγουρά κι ο Νικήτας Φλέσσας, βέβαια. Δηλαδή, ό,τι θα ονόμαζε πάνω κάτω την ίδια εποχή η Ελένη Βακαλό «Σχολή των Αθηνών» με την προσθήκη τριών-τεσσάρων ονομάτων ακόμη, όπως του Κώστα Μαλάμου, της Ιφιγένειας Λαγάνα ή του Γιάννη Μόραλη.

Ο ίδιος ο καλλιτέχνης δήλωνε για τη ζωγραφική του στο περιοδικό «Ζυγός» (Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1979): «Θα ονόμαζα τη δουλειά μου μεταφυσικό ρεαλισμό· δηλαδή, μέσω του ρεαλισμού επιθυμώ να εκφράσω τη μεταφυσική διάσταση των πραγμάτων… Πάντα πίστευα και πιστεύω πως η ψυχή του ανθρώπου κλείνει μέσα της την αγιότητα…». Πράγματι! Στις συνθέσεις του Φλέσσα κατοικοεδρεύουν τα φαντάσματα του Magritte αλλά και του Θωμά Φανουράκη, σε μια γοητευτική συνύπαρξη του εγχώριου με το διεθνές αλλά κι ο σχεδιαστικός φορμαλισμός, δηλαδή η αυστηρή πειθαρχία της λεγόμενης «Κρητικής Σχολής» στη μεταβυζαντινή ζωγραφική. Όλα αυτά, όμως, θα ήταν ιστορικίζουσες φλυαρίες αν δεν νότιζαν τους πίνακές του σταγόνες αυθεντικής ποιητικής δρόσου. Δηλαδή, οδύνης σε χρυσό φόντο ή χαρμολύπης σε βαθυκύανο μπλε.

Ο ίδιος ο Φλέσσας (εφημ. «Τα Νέα», Π. Κατημερτζή, 23.3.96) δηλώνει : «Ο δημιουργός αναγνωρίζει την αληθινή τέχνη από το αν ταλαιπωρείται από εναλλασσόμενα συναισθήματα οδύνης και λύτρωσης…». Είπαμε: η τέχνη είναι ένα δύσκολο στοίχημα, έστω κι αν στη βασιλόπιτά της υπάρχει πάντα κάποιο φλουρί για όλους όσους την αγαπούν. Δεν αρκεί, όμως, αυτό. Απαιτείται κατάθεση ζωής και απόλυτη αφοσίωση. Είναι τότε που η ικανοποίηση του δημιουργού γίνεται χαρά για τους υπόλοιπους ανθρώπους.

Το 1991 γίνεται μια μεγάλη τομή στην έρευνα και την προσωπική γλώσσα του ζωγράφου. Σαν ώριμος από καιρό προτείνει τα ενιαία μονοχρωματικά φόντα, τα οποία πυρακτώνονται από κόκκινα της φωτιάς, του κρασιού, της μέσα θλίψης. Είναι τότε όπου οι φιγούρες αναδύονται φασματικές, απόλυτες με περιγράμματα που ορίζουν την απόσταση ανάμεσα στο όνειρο και τον εφιάλτη. Μια ζωγραφική και συγχρόνως η ψηλάφηση ενός οράματος.

Έργα αυτής της αντίληψης εκτίθενται το 1997 στην Wigmore Fine Arts Gallery στο Λονδίνο και δημιουργούν πολύ μεγάλη αίσθηση. Ο Φλέσσας μοιάζει να βρίσκεται στο κατώφλι μιας διεθνούς ευκαιρίας, αλλά παρ όλα αυτά επιστρέφει. Εξάλλου η ποίηση μπορεί να εντοπισθεί οπουδήποτε. Επειδή ο Φλέσσας γράφει και ποίηση σε χρόνο ανύποπτο, σε στιγμές προσωπικές. Στη συλλογή «Η Ανάληψη των Υδάτων» που κυκλοφορεί το 1984, διαβάζουμε:

«Δεν έχω σε μεγάλη υπόληψη τους θεούς Τους ολιγόβιους ανθούς αγαπώ περισσότερο Και ιδιαίτερα εκείνους που κλαίνε»

Κυρίως γιατί, θα συμπληρώναμε, τα δάκρυα συχνά είναι τα όρια στη λίμνη του πολύτιμου. Είναι μια θάλασσα, στην οποία μπορούν να ταξιδέψουν μόνο οι μυημένοι.

Μάνος Στεφανίδης

24 Αυγούστου 2009