Τα σύμβολα του Έρωτα και του Θανάτου στο έργο του Νικήτα Φλέσσα

της ANNA HADJIYANNAKI

Ξαφνιασμένοι σταματάμε στα  έργα των δυό τελευταίων χρόνων, παρακολουθώντας τη ζωγραφική πορεία  του Νικήτα Φλέσσα από τα πρώτα του βήματα στα 1969-1970. Διαπιστώνουμε  μία απότομη στροφή από την ύλη στο πνεύμα, από τη γαλήνη της ζωής  στη γαλήνη του θανάτου, από τον έρωτα  για τα αντικείμενα , στον έρωτα αυτόν καθαυτό,  όχι  πια στη σαρκική του , αλλά στην πνευματική απόδοση και ερμηνεία.

Πριν όμως προσδιορίσουμε  τη μεγάλη στροφή προς μία ζωγραφική έκφραση γεμάτη σύμβολα, μέσα από μία φόρμα που δεν κρύβει τις καταβολές της από την αγιογραφία, θα πρέπει να κάνουμε μία σύντομη αναδρομή στη δουλειά  του  Φλέσσα, ξεκινώντας  από τις παλιότερες νεκρές  φύσεις  και την έρευνα  πάνω στην μορφή ορισμένων υλικών μέχρι τις σημερινές  συμβολικές ανθρωποκεντρικές παραστάσεις των οποίων η «ανάγνωσή»   μας παραπέμπει σε  «σημεία» από τον κόσμο των συμβόλων της ορθοδοξίας.

Στα έργα που έγιναν  ανάμεσα στα 1970- 1972 αναγνωρίζουμε εικόνες που παίρνει ο Φλέσσας από το περιβάλλον του. Αρχίζει με τοπία, νοσταλγικές απεικονίσεις παλιών χωριάτικων σπιτιών για να προχωρήσει σχεδόν αμέσως σε μία  θεματογραφία εσωτερικών χώρων, γωνιές του σπιτιού και  αντικείμενα που κουβαλάνε για το ζωγράφο μία ιστορία προσωπική. Σε κείνη την εποχή, ο ζωγράφος δεν έχει ακόμη εντοπίσει το θέμα του και σπεύδει να αποτυπώσει συγκινησιακά ερεθίσματα από τον τεράστιο κόσμο. Επιμένει λίγο περισσότερο στην  εικονική απόδοση των υλικών, πράγμα που θα αποτελέσει  αμέσως μετά θέμα του προσφιλές. Προς το παρόν όμως πλησιάζει  σιγά – σιγά  τα  αντικείμενα. Η πανοραμική άποψη των χωριάτικων σπιτιών γίνεται άποψη από  γωνιές  του εσωτερικού χώρου. Εγκαταλείπει σταδιακά  την τεχνική των  ιμπρεσιονιστών  που είχε υιοθετήσει στην αρχή , για να αποδώσει με μία μορφή ρεαλισμού τις δαντέλες από τα παλιά κεντήματα, το ξύλο και το μέταλλο.

Στα μέσα της δεκαετίας του  70  , ανακαλύπτει την ανθρώπινη φιγούρα,  ως πορτραίτο,  ως γυμνό, ως πλήθος στις λιτανείες. Την εγκαταλείπει όμως προσωρινά, για να μπει στην πιο αισιόδοξη ζωγραφική του περίοδο. Διαλέγει από την  ύλη ότι είναι πιο  ευαίσθητο στο δυνατό φως. Το λευκό χαρτί, την πέτρα…Οι αισθήσεις του συγκεντρώνονται σ ένα αντικείμενο κάθε φορά που ζωγραφίζει και το  «σκηνοθετεί» προσεκτικά  σε σχέση με το λευκό φως, με σκοπό να  τονίσει τη σημαντικότητα του ασήμαντου αυτού υλικού. Στην ίδια περίοδο, το τρίπτυχο με τα πέτρινα φρούτα- αργότερα θα εμπνευστεί ένα  σχετικό ανθρωποκεντρικό τρίπτυχό – μας παραπέμπει σε μία ξεκάθαρη συμβολική αντιμετώπιση θέματος και περιεχομένου. Η χρήση του τρίπτυχου ως αφηγηματικής ζωγραφικής μεθόδου , το στοιχείο του έρωτα στο φρούτο, το στοιχείο της απαγόρευσης και της έκπληξης στο πέτρινο υλικό, οι προσλαμβάνουσες εικόνες του σύγχρονου μη υλιστή, του μοναχικού και υποχρεωτικά μονάζοντα.

Από ο 1977 είναι που αρχίζει η διαδικασία της υποταγής της ύλης στις δυό διαστάσεις. Το λευκό, θα ακολουθήσει το ζωγράφο ως χρώμα-σύμβολο από εκείνη την εποχή συνεχώς. Τα έργα αυτής της περιόδου είναι μελέτες πάνω σε τρία κυρίως υλικά   Το τσαλακωμένο χαρτί, τα βότσαλα, το ξύλο και το σκοινί. Οι συνθέσεις δεν έχουν καμία  πρόθεση να αφηγηθούν. Το εικονιζόμενο αντικείμενο παίζει με το  φώς και τη σκιά, θέλει να ξαφνιάσει το μάτι με τη λευκή του υπόσταση, προβάλλει αυθάδικα σαν ένα τυχαίο  «ζουμ»  κάποιου φωτογραφικού φακού με άποψη  πάνω στη μορφή της ύλης. Εδώ έχουμε και τα πρώτα κρίνα που θα σημαδέψουν την επόμενη περίοδο ως σύμβολα.

Η μεγάλη στροφή γίνεται μέσα  στο 83-84. Δεν είναι μόνο που βγαίνει συνειδητά πια όλος ο κόσμος των συμβόλων που μέχρι τότε μόνο συμπτωματικά αναγνωρίζονταν. Δεν είναι μόνο που οι μέχρι τότε γκάμες των ροζ και βιολέ – δειλές και τρυφερές με αναφορά στην παιδική ηλικία – δίνουν τη θέση τους σε σκούρα χρώματα και χρυσούς κάμπους.  Είναι που τελειώνει η λατρεία της  ύλης . Η θητεία του Φλέσσα στην απόδοση των φυσικών υλικών, χρησιμεύει μόνο ως βοηθητικό στοιχείο για να αποδοθούν νοήματα και ιδέες μέσα από μία συγκεκριμένη, σταθερή φόρμα.

Από την προηγούμενη περίοδο, έμεινε   η ρεαλιστική απόδοση της ανόργανης ύλης. Τώρα έχουμε το δέρμα. Ένα δερμάτινο σακάκι σε ανθρωποκεντρικές συνθέσεις, που σ’ έναν από του τελευταίους  πίνακες υποκαθιστά τον άνθρωπο, τονίζει την απουσία του, όμως κρέμεται άδειο. Το γυαλιστερό δέρμα του σακακιού, τα λευκά γάντια –άσπιλα λευκά- και τα κρίνα είναι τα μόνα στοιχεία που θυμίζουν τη μελέτη της ύλης της προηγούμενης περιόδου. Ο χρυσός κάμπος, θυμίζει ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε στην φιλοσοφική αντιμετώπιση του θέματος τον πίνακα με κατάνυξη . Πρέπει να σταθούμε με κατάνυξη  όχι μπροστά στον πίνακα τον ίδιο , αλλά μπροστά στην ανθρώπινη αγωνία για τον έρωτα  και το θάνατο., Μετά το «σήμα» του χρυσού κάμπου , έρχονται αυτά του στεφανιού – στεφάνι γάμου και μαρτυρίου , από χάρτινα  άνθη – και η νεκρικά χλωμή,  ανέκφραστη νεανική ανδρική μορφή, ντυμένη σύγχρονα αλλά μακρινή, άλλου κόσμου. Οι χρωματικές επιφάνειες  δεν νοιάζονται πια  να παίζουν με το φως. Το φως που υπάρχει στη σύνθεση έρχεται κι  αυτό από άλλο κόσμο και μόνο τα ρούχα μοιάζουν φυσικά φωτισμένα. Πρόσωπο, γαντοφορεμένα χέρια και κρίνα έχουν το δικό τους εσωτερικό φως , που κατήργησε αυτό της γνωστής ανάλυσης του ουράνιου τόξου. Τα τρίπτυχα  με την κεντρική ανδρική φιγούρα η τα πέτρινα  φρούτα μέσα σε αψίδες και κύκλους αφηγούνται με σύμβολα  την αγνότητα (κρίνα) μέσα στα άσπιλα χέρια (λευκά γάντια) μίας ύπαρξης που ξέφυγε από την ύλη, έμεινε μόνο ψυχή, αλλά παραμένει  ντυμένη αναγκαστικά την ύλη των ρούχων της  και στεφανωμένη – νυμφίος μοναχικός- στην τελετή της παντοτινής ένωσης του έρωτα και του θανάτου. Ο έρωτας , πέτρινο φρούτο , απαγορευμένος καρπός, πέτρινη η γεύση του, σκληρή , αλλά και αιώνια , σαν τον πνευματικό εκείνο γάμο των ιδεών του έρωτα και του θανάτου σ   ένα αέναο κύκλο χωρίς αρχή και τέλος.

Οι πίνακες που έκανε ο Φλέσσας μέσα στα δυό τελευταία χρόνια με τα πάγια σύμβολα και τις καταβολές  από τη χριστιανική φιλοσοφία  , αγγίζουν μ’ ένα καινούργιο τρόπο ένα γενικό υπαρξιακό πρόβλημα, αυτό του έρωτα και του θανάτου, κι ένα ειδικό αυτό της ένωσης και του χωρισμού, δηλαδή της μοναξιάς. Η αναζήτηση μίας ένωσης , εμπεριέχει το σπέρμα του χωρισμού, της απουσίας, του θανάτου δηλαδή, όχι του φυσικού, αλλά  του πνευματικού. Ο νέος άνδρας με τα άσπιλα χέρια – άρα και την άσπιλη ψυχή – είναι ένας Χριστός  και το στεφάνι του γάμου είναι και στεφάνι μαρτυρίου. Αιτία ένας κόσμος που τον έντυσε με τη στολή του , μία στολή  από ύλη  που δεν τον αφήνει να αναληφθεί στον κόσμο που ανήκει, σ  αυτόν του πνεύματος. Ένα  Ον    δισυπόστατο  (ύλη-πνεύμα)  που με τα κρίνα στα χέρια ανυπομονεί στωικά να αναχωρήσει σε κόσμους  καλύτερους   και παραμένει στη γη μονάζοντας  μέσα στο χοντρό  πέτσινο σακάκι του. Ο σύγχρονος μάρτυρας, ο «απροσάρμοστος» ο ιδεολόγος, ίσως ένας  μεσσίας σε πολλαπλά μυστικά αντίγραφα που κινούνται γύρω μας διακριτικά μέσα στο πέτσινο σακάκι τους.

ANNA HADJIYANNAKI – D.E.A. in Plastic Arts – D.E.A. in Ethnoaesthetics and Anthropology – “Zygos” 

Annual edition 1985