Φωνές γονατισμένες
σου δήλωναν για τα ενύπνια μετάνοια
κι ο Ιορδάνης άνοιγε ρέμα κι έτρεχε
και σκόρπιζε το κακό με τον απήγανο
Το απόβραδο κοιτάζαμε μαζί
της μάνας μου τα ροζιασμένα χέρια
κι αφουγκραζόμαστε τον μαντιλοδεμένο στεναγμό
που αρμένιζε σε σκοτεινά πηγάδια
με λόγια ακουβέντιαστα.
Θεοβάδιστο έμοιαζε το σοκάκι
και το χαγιάτι καθέδρα προσευχής
ανέβαινε ψηλά, πολύ ψηλά.
Μορφή και μεταμόρφωση εξεπλήττοντο
ράπισμα της ανημποριάς τα όνομά μου
και οι ρίζες μου χάλκινες.
Ήσουνα η ζεστασιά του ρούχου μου
ότι του σώματος τιμιότερο το ένδυμα
και του λογισμού
αξιύμνιστος η πράξη.
Περιούσια η νιότη μου αβγάτιζε με θράκα και νερό ετοιμάζοντας της σωτηρίας πέρασμα για την αμαρτία τη δίστομη, ότι καταδικό μας το εξώτερο σκότος και μαζί μας η χάρη του άκλαυτου γάμου.
Θα ‘θελα και τούτο να πω: Δεν έχω σε μεγάλη υπόληψη του θεούς. Τους ολιγόβιους ανθούς αγαπώ περισσότερο και ιδιαίτερα εκείνους που κλαίνε.
Νικίτας Φλέσσας
ΑΘΗΝΑ 1984